-
1 Δες μορφή και δες ψυχή
• Глаза – зеркало душиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δες μορφή και δες ψυχή
-
2 μορφή
η1) форма; вид, образ, облик;εξωτερική μορφή — внешний вид;
συμπαθητική μορφή — симпатичный вид;
αποκρουστική (απαίσια) μορφή — отталкивающий (отвратительный) вид;
δίνω μορφή — придавать форму;
παίρνω τη μορφή — принимать форму, облик;
2) перен. форма; вид:; тип;μορφή διακυβερνήσεως — форма правления;
μορφές πάλης — формы борьбы;
3) филос., лит. иск. форма;καλλιτεχνική μορφή — художественная форма;
η ενότητα μορφής και περιεχομένου — единство формы и содержания;
§ με τη μορφ — в виде (чего-л.);
οία η μορφή τοιαύτη και η ψυχή — или δες μορφή και δες ψυχή — лицо — зеркало души
-
3 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души
См. также в других словарях:
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
ιδού — (ΑΜ ἰδού) (ως δεικτ. μόριο) 1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ») 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι αρχ. (χλευαστικά)… … Dictionary of Greek
μούρη — η (Μ μούρη) 1. το ρύγχος τών ζώων 2. το ράμφος τών πτηνών 3. (για πρόσ.) (ιδίως με ευτελιστική σημ.) πρόσωπο, μούτρο («θα σού αστράψω καμιά στη μούρη») νεοελλ. 1. (με κτητ. αντων. περιφρονητικά για να δηλωθεί το ίδιο το άτομο) η μούρη σου, η… … Dictionary of Greek